μεναδιόνη

μεναδιόνη
η
(φαρμ). συνθετική αιμοστατική ουσία με τη δράση τής βιταμίνης Κ (βιταμίνης Κ3), η οποία, χημικώς, είναι 2-μεθυλο-1,4-ναφθοκινόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”